Slideshow image
Previous Next
Συναισθηματική Απόσταση

Συναισθηματική Απόσταση
Εγγύτητα και Απόσταση στο ζευγάρι
 
Κάθε συναισθηματική επαφή, σε οποιαδήποτε μορφή της, απαιτεί ενέργεια από τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτήν, ανεξάρτητα από την ποιότητα της. Στην περίπτωση που μια σχέση βιώνεται ως ασφαλής, η ενέργεια αυτή καταναλώνεται στην σύνδεση του ενός ατόμου με το άλλο και στην διατήρηση της επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα(λεκτικό, γνωστικό, συναισθηματικό κα.). Στην περίπτωση που μία σχέση βιώνεται ως πεδίο ανασφάλειας, η ενέργεια αυτή επενδύεται στην ψυχική αμυντικότητα, η οποία μπορεί να προκύπτει σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητα και ασυνείδητα. 
 
Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες σχέσεις εμπεριέχουν τόσο στοιχεία που προκαλούν ασφάλεια, όσο και στοιχεία που γεννούν ή πυροδοτούν ανασφάλεια στους συντρόφους και έτσι οι διεργασίες διαδέχονται η μία την άλλη, από τη σύνδεση στην αποσύνδεση, με εναλλαγές που άλλες φορές διαρκούν πολύ και άλλες λιγότερο. Η εγγύτητα και η απόσταση πάντα εναλλάσσονται.
 
Ωστόσο, είναι βέβαιο όμως πώς το “μαζί” γεννά ένταση ακόμα και όταν δύο άνθρωποι είναι και νιώθουν καλά. Η αγωνία που διαδέχεται την ανακούφιση μπορεί να προκύπτει ως προϊόν εσωτερικών συγκρούσεων. Το ερώτημα που προκύπτει, ίσως να μην έχει τα ακόλουθα λόγια, αλλά περίπου την εξής μορφή: “μήπως αν  έρθουμε πολύ κοντά η καταπίεση παραμονεύει;”. Ο φόβος πώς όταν δύο άνθρωποι είναι μαζί πρέπει να είναι “ένα” και πώς θα πρέπει να προδώσουν όλα τα κομμάτια του εαυτού τους ξυπνάει σχεδόν από μόνος του. Θα υπάρχει πλέον χώρος και για τον καθένα ξεχωριστά;
 
Ο βαθμός της αγωνίας που θα φέρει η εγγύτητα, εξαρτάται στο μεγαλύτερο βαθμό, από τις προσδοκίες που ξεχωριστά ο κάθε ένας από τους δύο συντρόφους κουβαλάει από τις μέχρι τότε σημαντικές σχέσεις στη ζωή του και από το μοντέλο  της οικογένειας στην οποία έχει μεγαλώσει. Εκεί έχει διαμορφώσει τις πρώτες εντυπώσεις για το τι σημαίνει να είναι ένας άνθρωπος μαζί με έναν άλλο άνθρωπο και για το ποια είναι τα ευαίσθητα θέματα, για το ποιες πρέπει να είναι οι συναισθηματικές του αντιδράσεις σε κάθε τι. 
Καθένας είναι σχεδόν “προγραμματισμένος”(ακόμα και αν πολλές φορές είναι δύσκολο να το παραδεχθεί ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό) μέσα στο σύστημα που έχει μεγαλώσει με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε συγκεκριμένα σχήματα συμπεριφοράς, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ένα ηλιοτρόπιο γυρίζει αυτόματα για βλέπει τον ήλιο.  
 
Οι άνθρωποι επίσης ξαφνιάζονται όταν ανακαλύπτουν πώς παρά τα ισχυρά συναισθήματα που μπορεί να τρέφουν ο ένας για τον άλλον δεν θα γίνουν ποτέ “ένα σώμα και ένα μυαλό”. Αυτό πολλές φορές τους απογοητεύει, τους τρομάζει, τους ξυπνάει φόβους πώς τώρα θα πρέπει να πολεμήσουν για να ακουστούν ή αντίθετα πώς θα πρέπει να σωπάσουν για να μπορέσουν να παραμείνουν κοντά στον άλλο. Αυτή είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Τώρα που δεν είμαστε “ένα” πώς θα αντέξουμε το κοντά και πώς θα είμαστε καλά μαζί;
 
Όταν η διαφορετικότητα τους γίνεται φανερή και αντιληπτή, τότε το πόσο εφοδιασμένος είναι κανείς να την αντέξει και να τη διαχειριστεί είναι κρίσιμης σημασίας.
 
Κάποιο τείνουν να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, κάθε φορά που διαφωνούν. Η απόσταση αυτή μπορεί να αφορά τον χώρο(π.χ. να αλλάζουν δωμάτιο) ή το συναίσθημα(δεν ανταποκρίνονται συναισθηματικά στον σύντροφο τους), με αποτέλεσμα να μειώνεται η αλληλεπίδραση τους. Όμως αυτή η απόσταση συνήθως καταλήγει να φέρνει εκνευρισμό.
 
Άλλοι μπαίνουν σε ατελείωτες μάχες επικράτησης και γίνονται ακυρωτικοί ή και υποτιμητικοί απέναντι στον άλλο. Το άγχος τους, όσο ο άλλος δεν “συμμορφώνεται” ή δεν “ανταποκρίνεται αυτόματα” σε αυτό που το ζητάνε, φτάνει σε δυσθεώρατα ύψη. Το ίδιο και η απογοήτευση τους και η αίσθηση τους πώς ο άλλος τους υποτιμά και τους ακυρώνει. Πολύ συχνά η ένταση κλιμακώνεται τόσο πολύ που κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί ποιος της ξεκίνησε και σίγουρα δεν μπορεί να παραδεχθεί ποιος τη διατηρεί. 
 
Κάποιοι άλλοι καταλήγουν σε μία άκαμπτη ισορροπία που ο ένας επικρατεί πάντα και ο άλλος δέχεται παθητικά, χωρίς όμως και αυτό να είναι χωρίς κόστος γιατί συχνά παρατηρείται πώς ο δεκτικός καταλήγει να πληρώνει βαριά το τίμημα της υποχωρητικότητας τους, είτε με το να δυσφορεί βουβά, είτε με το να δυσλειτουργεί(είτε σωματικά, είτε κοινωνικά, είτε ψυχικά).
 
Τέλος, κάποιοι μπορεί να ενώνονται απέναντι σε έναν κοινό στόχο, ή έναν κοινό σκοπό. Για παράδειγμα, ένα ζευγάρι μπορεί να αποφεύγει να ασχοληθεί με την μεταξύ του ένταση μέσα από το να εστιάζει μόνιμα στο γονεϊκό του ρόλο και να υπεραπασχολείται με την πορεία των παιδιών του.
 
Όπως και αν διαχειρίζεται ένα ζευγάρι τα θέματα της συναισθηματικής εγγύτητας και απόστασης, είναι σημαντικό να ξεκινάει κανείς έχοντας στο μυαλό του πώς η διαφορετικότητα δύο ανθρώπων είναι κάτι το οποίο αναπόφευκτα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και πώς όσο λιγότερο την αφήνουν να τους τρομάξει, τόσο καλύτερες πιθανότητες έχουν να βρουν την απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στο “μαζί” και στο “εγώ και ο άλλος”. 
 
Το ότι ο ένα σύντροφος μπορεί να σκέφτεται ή να λειτουργεί διαφορετικά δεν είναι κάτι που αντανακλά απαραίτητα τα συναισθήματα του απέναντι στο ταίρι του και αν κανείς επιτρέψει στον εαυτό του μια ειλικρινή παρατήρηση, θα διαπιστώσει πώς και ο ίδιος έχει κομμάτια τα οποία δεν είναι τα πλέον επιθυμητά για το σύντροφο του, αλλά που ίσως είναι αδιαπραγμάτευτα. Όταν κανείς καταφέρει να αποδεχθεί τόσο την διαφορετικότητα του συντρόφου του, όσο και του εαυτού του, το πλησίασμα γίνεται λιγότερο αγχωτικό και η απόσταση περισσότερο ανεκτή και  αυτή η πιο ρεαλιστική οπτική της σχέσης, βοηθάει στην βελτίωση της ποιότητας της.